Πουλένκ, Φρανσίς

Πουλένκ, Φρανσίς
(Poulenc, Παρίσι 1899 – 1963). Γάλλος συνθέτης και πιανίστας. Ξεκίνησε με κλασικές σπουδές, αλλά επέβαλε το σίγουρο μουσικό του ταλέντο κατά τη διάρκεια της πολύχρονης στρατιωτικής του θητείας με τα Mouvements perpétuels (1918) για πιάνο, τα οποία ακολούθησε το Le Bestiaire (1919), για φωνή και 7 όργανα, σε στίχους του Απολινέρ, του οποίου αργότερα ο Π. μελοποίησε περίπου 100 ποιήματα. Στον νέο γαλλικό μουσικό χώρο ο Π. υπήρξε ο νεότερος εκπρόσωπος της Ομάδας των Έξι, στην οποία συνεισέφερε τη λάμψη μιας διαβρωτικής και διεισδυτικής μουσικής, που ωστόσο δεν κατάφερε να ξεπεράσει τα πλαίσια μιας άμεσης ευχάριστης εμπειρίας. Η παραγωγή του δεν περιορίζεται σε συκεκριμένους τομείς· μπαλέτα –μεταξύ των οποίων Οι ελαφίνες (1924)– όπερες –Οι μαστοί του Τειρεσία (1947) σε κείμενο του Απολινέρ, Διάλογοι Καρμηλιτισσών (1957) που θεωρείται και το αριστούργημά του, σε κείμενο του Μπερνανός, Η ανθρώπινη φωνή (1959) σε κείμενο του Κοκτό - και κατόπιν, συμφωνίες, κοντσέρτα, σελίδες χορωδιακής μουσικής, μουσική δωματίου για φωνή και όργανα κλπ. Στις διάφορες εκδηλώσεις της εφευρετικότητάς του, ο Π. ξεπέρασε τους κινδύνους της κλασικής φόρμας και του τολμηρότερου εκλεκτισμού, για να φτάσει σε μια ουσιαστικότητα μουσικής γλώσσας με μοναδικό όπλο την εκφραστική δροσιά, που χαρακτήριζε ανέκαθεν τη μουσική του. Φρανσίς Πουλένκ. Ένα προσχέδιο του Ζωρζ Βάκεβιτς για το σκηνικό της όπερας «Διάλογοι Καρμηλιτισσών». (Μουσείο της Όπερας, Ρώμης).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • πρωτοπορία — Ο όρος αναφέρεται γενικά σε λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά κινήματα που καινοτομούν τόσο στο περιεχόμενο, όσο και στη μορφή. Στον 19o αι. η π. (avant garde) είχε έννοια πολιτική και σήμαινε τα ρεύματα και τις ομάδες της Aριστεράς. Μόνο στις αρχές… …   Dictionary of Greek

  • τσέμπαλο — (Μουσ.). Έγχορδο μουσικό όργανο με ταστιέρα, όμοιο στο σχήμα με το πιάνο με ουρά. Οι χορδές χτυπιούνται με γλωσσίδια (μύτες από φτερά κόρακα ή, σπανιότερα, από δέρμα), στερεωμένα στα λεγόμενα σαλταρέλι, μικρά ξύλινα μπαστουνάκια κάθετα στο πίσω… …   Dictionary of Greek

  • Απολινέρ, Γκιγιόμ — (Gillaume Apollinaire,Ρώμη 1880 – Παρίσι 1918). Φιλολογικό ψευδώνυμο του Γάλλου ποιητή και πεζογράφου Βίλχελμ Απολινάρις ντε Κοστροβίτσκι (Wilhelm Apollinaris de Kostrowitsky). Νόθος γιος ενός Ιταλού αξιωματικού και μιας νεαρής Πολωνέζας,… …   Dictionary of Greek

  • Βάρβογλης, Μάριος — (Αθήνα 1885 – 1967). Έλληνας μουσουργός, καθηγητής μουσικής και μουσικοκριτικός. Καταγόμενος από γνωστή οικογένεια αγωνιστών του 1821, παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής με τον Νικηφόρο Λύτρα και το 1902 πήγε να σπουδάσει πολιτικές επιστήμες στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”